ρόδισμα

ρόδισμα
το, -ατος
ροδοκοκκίνισμα: Έβγαλες το ψωμί από το φούρνο πάνω στο ρόδισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρόδισμα — το, Ν [ροδίζω] 1. το να ροδίζει, να παίρνει κάτι το χρώμα τού ρόδου («το ρόδισμα της Ανατολής») 2. το ροδοκοκκίνισμα φαγητού ή γλυκού …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — ο 1. το άπειρο διάστημα όπου κινούνται τα ουράνια σώματα. 2. ο ουράνιος θόλος σε κάθε τόπο της Γης: Με τ ουρανού το ρόδισμα ξεκινήσαμε. 3. ουράνια περιοχή, ως κατοικία θεών και ψυχών: Ο Θεός βρίσκεται στους Ουρανούς. 4. μτφ., το επιστέγασμα κάθε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”